Μελχισεδέκ

Μελχισεδέκ
Βιβλικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη Γένεση, ήταν βασιλιάς της Ιερουσαλήμ και ιερέας του Ελγιών (Ύψιστου Θεού). Όταν ο Αβραάμ επέστρεφε από τη νικηφόρο εκστρατεία εναντίον του Χοδολλογόμορ, βασιλιά του Ελάμ, τίμησε με δώρα τον Μ., ο οποίος του προσέφερε ψωμί και κρασί και τον ευλόγησε. Παραδόξως, η βιβλική παράδοση δεν αναφέρει τίποτε άλλο για τον M., αλλά η μορφή του προμωϋσαϊκού βασιλιά θεωρήθηκε ως προδρομική του Μεσσία. Η μνήμη του τιμάται την Κυριακή των Προπατόρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Melchizedek — For other uses, see Melchizedek (disambiguation). Melchizedek Meeting of Abraham and Melchizedek by Dieric Bouts the Elder, 1464–67 Priest, King of Salem …   Wikipedia

  • Kloster Preveli — Das Kloster Preveli (griechisch Μονή Πρέβελη, Moni Preveli) ist ein Mönchskloster (gr. Μοναστήρι, Monastiri) im Süden der griechischen Mittelmeerinsel Kreta. Es befindet sich in der Gemeinde Agios Vasilios des …   Deutsch Wikipedia

  • Kloster Préveli — Kloster Preveli Das Kloster Preveli (griechisch Μονή Πρέβελη, Moni Preveli) ist ein Mönchskloster (gr. Μοναστήρι, Monastiri) im Süden der griechischen Mittelmeerinsel Kreta. Es befindet sich in der Gemeinde Finikas der Präfektur Rethymno. Das… …   Deutsch Wikipedia

  • Епископ — …   Википедия

  • Епископ (католицизм) — Епископ (греч. ἐπίσκοπος «надзирающий», «надсматривающий») в современной Церкви лицо, имеющее третью, высшую степень священства, иначе архиерей. Первоначально, в апостольское время, термин «епископ», как он употребляется в посланиях апостола… …   Википедия

  • Епископ (православие) — Епископ (греч. ἐπίσκοπος «надзирающий», «надсматривающий») в современной Церкви лицо, имеющее третью, высшую степень священства, иначе архиерей. Первоначально, в апостольское время, термин «епископ», как он употребляется в посланиях апостола… …   Википедия

  • Епископы — Епископ (греч. ἐπίσκοπος «надзирающий», «надсматривающий») в современной Церкви лицо, имеющее третью, высшую степень священства, иначе архиерей. Первоначально, в апостольское время, термин «епископ», как он употребляется в посланиях апостола… …   Википедия

  • Κουκουζέλης — Επώνυμο εκκλησιαστικών μουσικών. 1. Γεώργιος ο Ραιδεστινός. Ήταν μαθητής του επισκόπου Ραιδεστού Μελχισεδέκ και δάσκαλος του Χρυσάφη του νέου. 2. Γρηγόριος (12oς αι.). Μοναχός, ο οποίος χρημάτισε δομέστικος της Μονής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον …   Dictionary of Greek

  • Τσουδερός — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Κρήτης, η οποία καταγόταν από τον Εμμ. Καλλέργη, γόνο της μεγάλης οικογένειας των Καλλέργηδων. Σπουδαιότερα μέλη της οικογένειας ήταν οι επόμενοι: 1. Γεώργιος (1768 – 1859). Οπλαρχηγός στην Επανάσταση. Ονομάστηκε …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”